αμφίβολοι — Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο … Dictionary of Greek
δακίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, το αντίστοιχο του χαλαζιακού διορίτη. Αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα και χαλαζία, που συνοδεύονται συνηθέστερα από βιοτίτη, ενώ ακολουθεί η κεροστίλβη και σπανιότερα ο αυγίτης. Ανάλογες είναι και οι ποικιλίες του:… … Dictionary of Greek
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek
δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… … Dictionary of Greek
μονζονίτης — Συηνιτικό πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από ορθόκλαστα, πλαγιόκλαστα και αυγίτη (πυρόξενοι): το τελευταίο αυτό ορυκτό χαρακτηρίζει το πέτρωμα. Άλλα δευτερεύοντα ορυκτά του είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη, ο χαλαζίας κλπ. Ο τυπικός μ. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
οξυκεροστίλβη — η (ορυκτ.) η βασαλτική κεροστίλβη … Dictionary of Greek
πρασινίτες — οι, Ν μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα που αποτελούνται από αλβίτη, ζωισίτη, επίδοτο, χλωρίτη και μερικές φορές κεροστίλβη … Dictionary of Greek
τονάλιθος — και τοναλίτης, ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία, ανδεσίνη, βιοτίνη και κεροστίλβη μαζί με μικρή πρόσμιξη ορθοκλάστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Tonalit < Tonale,… … Dictionary of Greek
φεμικός — (I) ή, ό, ΝΜ φρ. «φεμικά δικαστήρια» μεσαιωνικά δικαστήρια τής Βεστφαλίας, τών οποίων η δικαιοδοσία εκτεινόταν σε ολόκληρο το γερμανικό βασίλειο, αλλ. φέμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Femgerichte]. (II) ή, ό, Ν φρ. «φεμικά… … Dictionary of Greek
βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… … Dictionary of Greek