κεροστίλβη

κεροστίλβη
Ορυκτό, πυριτικό άλας αργιλίου, ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων. Σχηματίζει μακρόστενους πρισματικούς και ακανόνιστους κόκκους, συνήθως μικρού μεγέθους. Η ονομασία της προέρχεται από τις λέξεις κέρας (κέρατο) και στίλβω, δηλαδή γυαλίζω. Η κ. είναι αδιαφανής και έχει χρώμα σκούρο πράσινο ή μελανωπό καστανό. Έχει σκληρότητα 5,5-6 στην κλίμακα των ορυκτών και πυκνότητα 3,1-3,3 gr/cm3. Είναι γνωστές δύο παραλλαγές κ.: η κοινή, η οποία βρίσκεται σε παλαιά βασικά πετρώματα και σε κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθους και η βασαλτική, η οποία βρίσκεται σε μορφή μαύρων λαμπερών κρυστάλλων μέσα σε ηφαιστειογενή πετρώματα. Και οι δύο παραλλαγές κ. βρίσκονται και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, μέσα στα αντίστοιχα πετρώματα. Δείγμα κεροστίλβης.
* * *
η
(ορυκτ.) σειρά ασβεστούχων ορυκτών που ανήκουν στην ομάδα τών αμφιβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + στίλβη (< στίλβω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου,πρβλ. αγγλ. hornblende. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμφίβολοι — Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο …   Dictionary of Greek

  • δακίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, το αντίστοιχο του χαλαζιακού διορίτη. Αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα και χαλαζία, που συνοδεύονται συνηθέστερα από βιοτίτη, ενώ ακολουθεί η κεροστίλβη και σπανιότερα ο αυγίτης. Ανάλογες είναι και οι ποικιλίες του:… …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

  • μονζονίτης — Συηνιτικό πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από ορθόκλαστα, πλαγιόκλαστα και αυγίτη (πυρόξενοι): το τελευταίο αυτό ορυκτό χαρακτηρίζει το πέτρωμα. Άλλα δευτερεύοντα ορυκτά του είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη, ο χαλαζίας κλπ. Ο τυπικός μ. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • οξυκεροστίλβη — η (ορυκτ.) η βασαλτική κεροστίλβη …   Dictionary of Greek

  • πρασινίτες — οι, Ν μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα που αποτελούνται από αλβίτη, ζωισίτη, επίδοτο, χλωρίτη και μερικές φορές κεροστίλβη …   Dictionary of Greek

  • τονάλιθος — και τοναλίτης, ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία, ανδεσίνη, βιοτίνη και κεροστίλβη μαζί με μικρή πρόσμιξη ορθοκλάστου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Tonalit < Tonale,… …   Dictionary of Greek

  • φεμικός — (I) ή, ό, ΝΜ φρ. «φεμικά δικαστήρια» μεσαιωνικά δικαστήρια τής Βεστφαλίας, τών οποίων η δικαιοδοσία εκτεινόταν σε ολόκληρο το γερμανικό βασίλειο, αλλ. φέμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Femgerichte]. (II) ή, ό, Ν φρ. «φεμικά… …   Dictionary of Greek

  • βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”